διαγινώσκω

διαγινώσκω
διαγιγνώσκω
know one from the other
pres subj act 1st sg (ionic)
διαγιγνώσκω
know one from the other
pres ind act 1st sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαγιγνώσκω — (AM διαγιγνώσκω Μ και διαγινώσκω) 1. συμπεραίνω 2. εξετάζω ασθενή και καθορίζω την ασθένειά του, κάνω διάγνωση αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω το ένα από το άλλο 2. διαβλέπω, διακρίνω κάτι επακριβώς 3. δικάζω 4. αποφασίζω 5. αποφασίζω με κλήρο ή με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”